-
1 ἐξ-ερείπω
ἐξ-ερείπω (s. ἐρείπω), zu Boden werfen, niederhauen; ὄζους δρυὸς πελέκει ἐξερείψαι κεν Pind. P. 4, 264; – aor. II. ἐξήριπον, intr., zu Boden stürzen, niederfallen, δρῦς Il. 14, 414; χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα, die aus dem Joch herabfallende Mähne, 17, 440; vgl. Hes. Th. 704; κάπροι αὐχέ-νας ἐξεριπόντες, mit gesenktem Nacken, Sc. 174.
-
2 ἐξερείπω
ἐξ-ερείπω, zu Boden werfen, niederhauen; ἐξήριπον, intr., zu Boden stürzen, niederfallen; χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα, die aus dem Joch herabfallende Mähne; κάπροι αὐχέ-νας ἐξεριπόντες, mit gesenktem Nacken
См. также в других словарях:
ζεύγλη — και ζεύγλα και ζεύλα, η (AM ζεύγλη, Α ποιητ. τ. ζεῡγλα) (για υποζύγια) καμπύλο μέρος τού ζυγού στο οποίο μπαίνει ο τράχηλος τού ζώου («χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῡσα παρὰ ζυγόν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται… … Dictionary of Greek